- παρ-ομήρειος
παρ-ομήρειος, dem Homer ähnlich, ihn nachahmend od. parodirend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-ομήρειος, dem Homer ähnlich, ihn nachahmend od. parodirend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομήρειος — ο (Α ὁμήρειος, ον, θηλ. και η) [Όμηρος] ομηρικός («ἀγωνίζεσθαι τῶν Ὁμηρείων ἐπέων εἵνεκεν», Ηρόδ.) αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμήρειον α) ομηρική φράση β) στοά στη Σμύρνη στην οποία υπήρχε και ναός προς τιμήν τού Ομήρου («καὶ τὸ Ὁμήρειον, στοὰ… … Dictionary of Greek