ἀπό-λοιπος

ἀπό-λοιπος

ἀπό-λοιπος, übriggeblieben, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • υπόλοιπος — η, ο / ὑπόλοιπος, ον, ΝΑ, και ὑπόλυπος, ον, Α (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που απομένει από ένα σύνολο, λοιπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. υπόλοιπο αρχ. ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοιπός] …   Dictionary of Greek

  • κονσόλα — I Κινητό βοηθητικό έπιπλο, που στηρίζεται στον τοίχο και σε δύο πόδια με σιγμοειδή κάμψη. Την εποχή της Αναγέννησης η κ. στηριζόταν στον τοίχο ή την αναρτούσαν σε αυτόν και ήταν διακοσμημένη με διάφορα κομψοτεχνήματα. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο …   Dictionary of Greek

  • αποδέλοιπος — η, ο (Μ ἀποδέλοιπος, η, ον) αυτός που απομένει, υπόλοιπος νεοελλ. φρ. «και στ αποδέλοιπα» με το καλό να παντρευτούν και τ άλλα σου παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δελοιπός < δε + λοιπός] …   Dictionary of Greek

  • δέλοιπος — και δελοιπός, ο (Μ δέλοιπος και δελοιπός) ο υπόλοιπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά του δε* και τού επιθ. λοιπός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”