- ἀπό-ληψις
ἀπό-ληψις, ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ληψις, ἡ, 1) Aufnahme. – 2) Anhalten, Abschneiden, τῶν ὁπλιτῶν Thuc. 7, 54; Hemmen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήψη — η (AM λῆψις) 1. το να παίρνει ή να πιάνει κάποιος κάτι στα χέρια του, πάρσιμο, αποδοχή, παραλαβή (α. «λήψη χρημάτων» β. «ἡ τοῡ μισθοῡ λῆψις», Πλάτ.) 2. το να δέχεται κάποιος κάτι στον οργανισμό του (α. «λήψη τροφής» β. «λήψη ακτίνων» γ. «λήψη… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
αμμοληψία — η η λήψη άμμου, το να παίρνουν ποσότητες άμμου από παραλία ή από κοίτη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λήψις ( η) < λαμβάνω] … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
ληψολιγόμισθος — λιψολιγόμισθος, ή (Α) (ενν. τέχνη) η τέχνη από την οποία προέρχεται λίγος μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆψις + ὀλίγος + μισθός] … Dictionary of Greek