- ἀπό-βλεπτος
ἀπό-βλεπτος, worauf man hinblickt, bewundernswerth, (B. A. 6 ζηλωτός), Eur. Hec. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-βλεπτος, worauf man hinblickt, bewundernswerth, (B. A. 6 ζηλωτός), Eur. Hec. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
νεόβλεπτος — νεόβλεπτος, ον (Α) αυτός που θεάθηκε μόλις πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλεπτος (< βλέπω), πρβλ. περί βλεπτος] … Dictionary of Greek