- ἀπό-μοιρα
ἀπό-μοιρα, ἡ, Abtheilung; Antheil; M. Anton. 1, 18 u. LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-μοιρα, ἡ, Abtheilung; Antheil; M. Anton. 1, 18 u. LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο … Dictionary of Greek
πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… … Dictionary of Greek
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
Βαλπαραΐσο — (Valparaiso). Πόλη (295.203 κάτ. το 2000) της Χιλής, στα παράλια του Ειρηνικού ωκεανού. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στην ακτή του ομώνυμου κόλπου και αποτελεί πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (902.533 κάτ. το 2000) και του ομώνυμου γεωγραφικού… … Dictionary of Greek
απόμοιρα — ἀπόμοιρα, η (Α) μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + μοίρα (< μείρομαι) «μερίδιο, μερδικό»] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… … Dictionary of Greek