ἀπό-ταγμα

ἀπό-ταγμα

ἀπό-ταγμα, τό, Verbot, Iambl. V. Pyth. 138.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάγμα — Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o 15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της… …   Dictionary of Greek

  • τάγμα — το, ατος 1. στρατιωτική μονάδα (μεταξύ λόχου και συντάγματος) που αποτελείται από 3 4 λόχους. 2. οργάνωση μοναχών που ζουν με τους ίδιους κανόνες και με ενιαία διοίκηση: Τάγμα Ιησουιτών, Ιωαννιτών. 3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τευτονικό τάγμα — Στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα ιπποτών, που ιδρύθηκε στους Aγίους Τόπους από Γερμανούς προσκυνητές εγκατεστημένους στην Ιερουσαλήμ. Αρχικά ήταν φιλανθρωπικό τάγμα, που ιδρύθηκε από εμπόρους (1190), αργότερα όμως μετατράπηκε σε στρατιωτικό από… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριανό πανεπιστήμιο — Πανεπιστήμιο στη Ρώμη που διευθύνεται από τάγμα των ιησουιτών. Ιδρύθηκε το 1552 από τον Ιγνάτιο Λογιόλα υπό την ονομασία Pontificia Universita Gregoriana και ανακαινίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ το 1582. Το 1876 ο πάπας Πίος Θ’ προσέθεσε σχολή …   Dictionary of Greek

  • ρομανική τέχνη — Από τα τέλη του 10ου έως τα τέλη του 12ου αι., εκδηλώθηκε στην Ευρώπη μια κίνηση για το ξαναζωντάνεμα όλων των τεχνών και πρώτα πρώτα της αρχιτεκτονικής, που πήρε το όνομα ρομανική. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε αρχικά με την ίδια ορολογική αξία …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανοί — Μοναχικό τάγμα που ονομάζεται επίσης Αδελφοί κήρυκες. Ιδρύθηκε το 1206 από τον άγιο Δομίνικο (βλ. λ. Δομίνικος ντι Γκουθμάν). Στόχος της θρησκευτικής αυτής κίνησης, πέρα από τη διδασκαλία και το κήρυγμα, ήταν ο αγώνας εναντίον των αιρέσεων του… …   Dictionary of Greek

  • Ναΐτες — θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα που ιδρύθηκε το 1118 με σκοπό την προστασία των προσκυνητών, οι οποίοι πήγαιναν στους Αγίους Τόπους, και την άμυνα της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Τον πυρήνα του τάγματος αποτέλεσε ο ιππότης Ούγο ντε Παγιάν από την …   Dictionary of Greek

  • ιπποτισμός — Χαρακτηριστικός μεσαιωνικός θεσμός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Από τα πρώτα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας, η λέξη ιππότες (ιππείς) υποδήλωνε συνήθως τους έφιππους στρατιώτες και τα μέλη μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης, επειδή όσοι υπηρετούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Κιστερκιανοί — Μοναχικό τάγμα της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Η ονομασία προήλθε από τη Σιτό (λατ. Cistercium), περιοχή της ανατολικής Γαλλίας όπου ο αβάς της Μολέμ Ροβέρτος και μερικοί σύντροφοί του ίδρυσαν μία μονή, το 1098. Η κίνηση αυτή, στην οργάνωση της… …   Dictionary of Greek

  • παράσημο — Διακριτικό σήμα, που απονέμεται από το κράτος ως ηθική ανταμοιβή για ιδιαίτερες υπηρεσίες προς το έθνος, την κοινωνία, τις επιστήμες, τα γράμματα κλπ. Η προέλευσή του συνδέεται με τα θρησκευτικά τάγματα και τα τάγματα των ιπποτών που… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”