ἀπό-τακτος

ἀπό-τακτος

ἀπό-τακτος, abgesondert, zu einem bestimmten Gebrauch aufbewahrt, σιτία Her. 2, 69; festgesetzt, bestimmt, Critias bei Ath. X, 433 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεότακτος — θεότακτος, ον (Μ) αυτός που τάχθηκε από τον θεό, αυτός που καθορίστηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τακτος (< τάσσω), πρβλ. αν υπό τακτος, από τακτος] …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • τακτοποίηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τακτοποιώ 2. φρ. «τακτοποίηση οικοπέδων» ρύθμιση τών συνόρων γειτονικών οικοπέδων, η οποία γίνεται σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Γενικό Οικοδομικό Κανονισμό και αποβλέπει στην όσο το δυνατόν πληρέστερη… …   Dictionary of Greek

  • τακτοποιώ — και ταχτοποιώ Ν 1. τοποθετώ κάτι στη θέση του («τακτοποιώ τα βιβλία μου») 2. βάζω σε τάξη, συγυρίζω («τακτοποιώ το σπίτι») 3. συνεκδ. διευθετώ, κανονίζω («τακτοποιώ τις δουλειές μου») 4. μτφ. (σχετικά με λογαριασμό) εκκαθαρίζω, εξοφλώ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • υπέρτακτος — η, ο, Ν αυτός που επιβάλλεται από την έννοια τής τελειότητας («υπέρτακτες πράξεις» πράξεις ανώτερης ηθικής τελειότητας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τακτός «προκαθορισμένος» (< τάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”