- ἀπό-τιλμα
ἀπό-τιλμα, τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τιλμα, τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τίλμα — το, ΝΑ [τίλλω] μοτός, ξαντό νεοελλ. στουπί από νήματα παλαιών λινών υφασμάτων και από ξέσματα βαμβακερών υφασμάτων που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μεταλλικών σκευών, μηχανημάτων ή ως γάζα σε περιπτώσεις τραυματισμών αρχ. 1. τίλση 2. καθετί… … Dictionary of Greek