ἀπό-ταξις

ἀπό-ταξις

ἀπό-ταξις, , Absonderung der Einzelnen bei Entrichtung der Abgaben, Antiph. bei Suid.; vgl. Böckh Staatsh. I p. 445; auch = ἀποταγή, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… …   Dictionary of Greek

  • ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… …   Dictionary of Greek

  • ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • κλασικός — ή, ό (AM κλασσικός) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και καλλιτέχνες («κλασικές σπουδές») 2. (για δημιουργό ή δημιούργημα) διαπρεπής, αναγνωρισμένος ως διάσημος, πρότυπος, δόκιμος, έγκριτος 3 …   Dictionary of Greek

  • πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν …   Dictionary of Greek

  • ταξίδι — και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς νεοελλ. 1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι» μτφ. ο θάνατος β) «καλό ταξίδι» ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει γ)… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος, άγιος — (; – 62 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Επονομαζόταν αδελφόθεος και Δίκαιος. Αναφέρεται στα Ευαγγέλια ως αδελφός του Ιησού (Μαρκ. στ’ 3, Ματθ. ιγ’ 55). Ωστόσο, επειδή η Εκκλησία θεωρεί αειπάρθενο τη Μαρία, o Ι. πρέπει να ήταν είτε… …   Dictionary of Greek

  • ρυμός — ο / ῥυμός, ΝΜΑ 1. μικρό επίμηκες ξύλο, κάθετο στον άξονα άμαξας, από τις δύο πλευρές τού οποίου ζεύονται τα ζώα, τιμόνι 2. το ξύλινο ή μεταλλικό πρόσθιο άκρο τού αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται ο ζυγός και το οποίο χρησιμεύει για την έλξη του… …   Dictionary of Greek

  • ταξίαρχος — ο, ΝΜΑ (στην αρχ. Ελλ.) διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων νεοελλ. 1. (κατά την επανάσταση τού 1821) βαθμός αρχηγού άτακτου σώματος προσαρτημένου σε διοικητικές υπηρεσίες 2. στρ. βαθμός ανώτατου στρατιωτικού, ανώτερος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”