- ἀπό-τρεψις
ἀπό-τρεψις, ἡ, das Abwenden; der Abscheu, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τρεψις, ἡ, das Abwenden; der Abscheu, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek