- ἀπό-τρεπτος
ἀπό-τρεπτος, verabscheuenswerth, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τρεπτος, verabscheuenswerth, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεότρεπτος — θεότρεπτος, ον (Α) αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά τρεπτος, πολύ τρεπτος] … Dictionary of Greek
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek