- ἀπό-τριμμα
ἀπό-τριμμα, τό, das Abgeriebene, zw. Bei Ath. VII, 295 d steht jetzt ὑπότριμμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-τριμμα, τό, das Abgeriebene, zw. Bei Ath. VII, 295 d steht jetzt ὑπότριμμα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμμα — το / τρῑμμα, ίμματος, ΝΜΑ [τρίβω] καθετί που μεταβλήθηκε σε πολύ μικρά μέρη, ιδίως με τριβή, θρύμμα, θρύψαλο («τρίμματα ψωμιού») νεοελλ. φρ. «ένα τρίμμα» κάτι ελάχιστο αρχ. 1. άνθρωπος πεπειραμένος και πανούργος 2. είδος ποτού παρασκευασμένου από … Dictionary of Greek
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
κλάσμα — Σχέση μεγεθών ή τμήμα μιας μονάδας που έχει διαιρεθεί σε ίσα μέρη. Παριστάνεται με τη γενική μορφή όπου α και β (όροι του κ.) είναι φυσικοί αριθμοί. Για παράδειγμα, , , (γνήσια κ.), , (καταχρηστικά κ.). Ο β (παρονομαστής),που μπορεί να είναι… … Dictionary of Greek
ξύσμα — το (ΑΜ ξῡσμα και εσφ. γρφ. ξύσμα) [ξύω] 1. απόριμμα που μένει από το ξύσιμο μιας επιφάνειας 2. (για ξύλο) ροκανίδι 3. (για μέταλλα) ρίνισμα, απότριμμα 4. (για τυρί) τρίμμα 5. ξεφτίδι, ξέφτι, ξέφτισμα υφάσματος αρχ. 1. ό,τι έχει σκαλιστεί με… … Dictionary of Greek
κονιορτός — ο (ΑM κονιορτός) σκόνη, σύννεφο σκόνης, κουρνιαχτός («ὥσπερ ὑπὸ πνεύματος πολλοῡ κονιορτὸν ἢ συρφετὸν ἐλαυνομένους», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (μετεωρ. γεωλ.) το σύνολο τών τεμαχιδίων τής σκόνης που αιωρούνται στα κατώτερα κυρίως στρώματα τής γήινης… … Dictionary of Greek
ψήγμα — το / ψῆγμα, ήγματος, ΝΜΑ [ψήχω] μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη… … Dictionary of Greek
PROVERBIUM — Graece παροιμία, aliter Adagium, λόγος ἐςτὶ ἐπικαλύπτων τὸ σαφὲς ἀσαφείᾳ Sermo rem manifestam obscuritate tegens In quo proin Donatus ac Diomedes requirunt, tum involucrum aliquod, tum γνωμικόν τι. Verum cum permulta reperiantur apud neutiquam… … Hofmann J. Lexicon universale
έριγμα — ἔριγμα, τὸ (Α) τρίμμα από κοπανισμένα όσπρια βλ. έρεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» το ι τού τ. είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το ι (ιωτακισμός)] … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek
μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] … Dictionary of Greek