ἀπό-σκωμμα

ἀπό-σκωμμα

ἀπό-σκωμμα, τό, Spötterei, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Θεσμοφοριάζουσες — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Παρουσιάστηκε στη σκηνή το 411 π.Χ. μαζί με τη Λυσιστράτη και στηρίζεται στο εύρημα ότι οι γυναίκες της Αθήνας σχεδιάζουν να πάρουν σοβαρά μέτρα εναντίον του αδιόρθωτου συκοφάντη τους, Ευριπίδη. Η εποχή που εκτυλίσσεται η… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρός — ή, ό / ψυχρός, ά, όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. ή Α 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • μυχθισμός — μυχθισμός, ὁ (Α) [μυχθίζω] 1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος 2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα …   Dictionary of Greek

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

  • ψίθος — ους, τὸ, ΜΑ λοιδορία, σκώμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. πλασμένη από τους γραμματικούς, η οποία συνδέεται με το ρ. ψιθυρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”