- ἀπό-σχολος
ἀπό-σχολος (σχολή), die Schule vermeidend, Tim. Ph lias. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σχολος (σχολή), die Schule vermeidend, Tim. Ph lias. 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύσχολος — ὁ, Μ συσχολαστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σχολος (< σχολή «αργία, ανάπαυση»), πρβλ. ἀπό σχολος] … Dictionary of Greek
αργόσχολος — η, ο αυτός που δεν έχει καμιά σοβαρή απασχόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (II) + σχολος < σχολή «αργία, απραξία» (πρβλ. πολυάσχολος, κακόσχολος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
πρωτόσχολος — και πρωτόσκολος, ο, Ν (κατά την παλαιά αλληλοδιδακτική μέθοδο) ο καλύτερος μαθητής κάθε τάξης ο οποίος βοηθούσε στη διδασκαλία τών άλλων μαθητών και επόπτευε για την ευταξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σχολος (< σχολή). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek