- ἀπό-σεισις
ἀπό-σεισις, ἡ, das Abschütteln; ein unzüchtiger Tanz, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-σεισις, ἡ, das Abschütteln; ein unzüchtiger Tanz, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
σείση — η / σείσις, εως, ΝΑ [σείω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σείω 2. φρ. «ιπποκρατική σείση» ιατρ. μέθοδος εξέτασης τού θώρακα που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Ιπποκράτη και χρησιμοποιείται μερικές φορές ακόμη και σήμερα και κατά την… … Dictionary of Greek