ἀπό-στολος

ἀπό-στολος

ἀπό-στολος, abgesandt, weggeschickt, πλοῖον, Frachtschiff, Plat. Ep. VII, 346 a; Subst. a) ὁ ἀπ., der Bote, ἐς πόλιν ἐγένετο, Her. 1, 21; der Apostel, N. T. u. K. S.; übh. Reisender, bes. zur See, τριήρεϊ Her. 5, 38. – b) die Flotte, Lys. 19, 21; ἀπόστολον ἀφιέναι Dem. 3, 5. 18, 107 u. öfter; bes. die Ausrüstung, Absendung derselben, VLL. αἱ τῶν νεῶν ἐκπομπαί; auch Absendung einer Kolonie, Dion. Hal. 9, 59. – Nach Hesych. auch Flottenanführer; vgl. Luc. Dem. enc. 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόστολος — ον, Α αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες («Φοινικοστόλων ἐγχέων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, οίνικος «ο κάτοικος τής Φοινίκης» + στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ἀπό στολος] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόστολος — ἰδιόστολος, ον (Α) 1. αυτός που εξοπλίζεται με ιδιωτικές δαπάνες 2. ο μισθωμένος για ιδιαίτερη χρήση 3. φρ. «ἰδιόστολος πλέω» πλέω με δικό μου πλοίο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + στολος (< στόλος «εξοπλισμός»), πρβλ. από στολος, αυτό… …   Dictionary of Greek

  • υπόστολοι — οἱ, Α ονομασία μιας εξουσίας πιθανώς ιερατικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στόλος (πρβλ. ἀπό στολος)] …   Dictionary of Greek

  • апо́стол — а, м. 1. По евангельскому преданию каждый из двенадцати учеников Христа, посланных им для проповеди своего учения. 2. перен.; чего. книжн. Ревностный последователь и распространитель какой л. идеи, учения и т. п. Неутомимые бойцы мысли и дела,… …   Малый академический словарь

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”