- ἀπό-στημα
ἀπό-στημα, τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-στημα, τό, 1) Abstand, Entfernung, Arist. Eth. Nic. 1, 10, 5; Pol. 1, 9; ἐξ ἀποστήματος, aus der Ferne, 10, 30, 7. – 2) Absonderung; bei den Medic. Geschwür, Absceß.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στήμα — το / στῆμα, ήματος, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. το κοράκι αρχ. 1. το προεξέχον εξωτερικό τμήμα τού ανδρικού μορίου 2. βάθρο στο οποίο περιστρέφεται άξονας 3. (κατά τον Ησύχ.) α) (ως ναυτ. όρος) πιθ. η σταμίνα β) ο στήμονας τού άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
επανάστημα — ἐπανάστημα, το (Α) 1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.) 2. γεν. κάθε προεξοχή 3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος 4. λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά στημα… … Dictionary of Greek
λινόστημα — λινόστημα, τὸ (Α) ύφασμα από λινάρι και μαλλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + στῆμα, παρλλ. τ. τού στήμων] … Dictionary of Greek