- ἀπό-στοργος
ἀπό-στοργος, = ἄστοργος, Plut.; ἀπεχϑής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-στοργος, = ἄστοργος, Plut.; ἀπεχϑής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάστοργο — κατάστοργος, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στη στοργή, στην αγάπη, ο στοργικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στοργος (< στοργή), πρβλ. από στοργος, φιλό στοργος] … Dictionary of Greek