ἀπό-συρμα

ἀπό-συρμα

ἀπό-συρμα, τό, das Abgezogene, Abgeschabte, Arist. u. A.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύρμα — το, ΝΜΑ [σύρω] νεοελλ. 1. μεταλλικός αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας 2. το μέρος από το οποίο περνούν συνήθως τα θηράματα 3. (ως συνθηματική λέξη που χρησιμοποιείται για προειδοποίηση) προσοχή, φυλάξου 4. φρ. «πολύστρεπτο σύρμα» (ηλεκτρολ.) σύρμα από …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • Κάλντερ, Αλεξάντερ Σάντι — (Alexander Sandy Calder, Φιλαδέλφεια 1898 – Νέα Υόρκη 1976). Αμερικανός γλύπτης. Έλαβε το πτυχίο του μηχανικού το 1919 από το πανεπιστήμιο του Νιου Τζέρσεϊ και στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στην Ένωση Σπουδαστών Τέχνης, την περίοδο 1923 26 …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

  • συρμάτινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • συρματόπλεγμα — το, ατος 1. πλέγμα από σύρμα. 2. πλέγμα από αγκαθωτό σύρμα που χρησιμοποιείται για το φράξιμο κάποιου χώρου: Έφραξε με συρματόπλεγμα το αμπέλι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρματένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • συρματόβεργα — η, Ν βέργα κατασκευασμένη από σύρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύρμα, ατος + βέργα] …   Dictionary of Greek

  • κοσκινιστής — ο, θηλ. κοσκινίστρ(ι)α 1. αυτός που κοσκινίζει 2. το θηλ. η κοσκινίστρα πλέγμα από σύρμα με οπές διαφόρων, κατά περίπτωση, μεγεθών που χρησιμοποιείται για το κοσκίνισμα χώματος και άλλων υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσκινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • συρμάτινος, -η, -ο — και συρματένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σύρμα: Έβαλε στο παράθυρο ένα συρμάτινο πλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”