ἀπό-πειρα

ἀπό-πειρα

ἀπό-πειρα, , Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσϑαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… …   Dictionary of Greek

  • πείρα — η βαθιά γνώση που αποκτήθηκε στην πράξη, εμπειρία: Ο νέος δεν έχει πείρα από τη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγνείας, πείρα — Ο έλεγχος της παρθενιάς ή της συζυγικής πίστης της γυναίκας. Η π.α. απασχόλησε την ανθρωπότητα από τα πανάρχαια χρόνια. Πρώτοι που υπέβαλαν τις γυναίκες σε έλεγχο για να αποδείξουν την αγνότητά τους ήταν οι Βαβυλώνιοι. Το έθιμο παρέλαβαν απο… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • εμπειρία — η 1. γνώση που στηρίζεται στην πείρα (αντίθ. η θεωρία), η πείρα. 2. το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από πείρα. 3. (φιλοσ.), η αντίληψη με τις αισθήσεις, καθώς και το σύνολο των γνώσεων που προέρχονται από την αντίληψη και η διανοητική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόπειρα — ἡ, Α 1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται 2. προπόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από πειρα, κατά πειρα)] …   Dictionary of Greek

  • εμπειρικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που από πείρα ξέρει κάτι, που έχει πείρα. 2. που ενεργεί ή γίνεται βάσει της πείρας (και όχι της επιστημοσύνης): Εμπειρικά φάρμακα. 3. (φιλοσ.), που στηρίζεται στην αντίληψη. 4. «εμπειρικός γιατρός», ο πρακτικός γιατρός. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρακτικός — πρακτικός, ή, ό και πραχτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, στην εφαρμογή: Πρακτικές οδηγίες. 2. εύκολος, κατάλληλος, άνετος: Πρακτική λύση. – Πρακτικά ρούχα. 3. αυτός που έχει γνώσεις από πείρα, έμπειρος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαθός — ή, ό 1. αυτός που γνωρίζει κάτι από πείρα 2. φρ. «ο παθός (γίνεται) μαθός» αυτός που έπαθε κάτι προφυλάσσεται να μην τό ξαναπάθει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μαθών τού β αορ. τού μανθάνω (πρβλ. γέρων > γέρος, παθών > παθός, χάρων > χάρος)] …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”