- ἀπό-πεμψις
ἀπό-πεμψις, ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πεμψις, ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέμψη — η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω] 1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» θριαμβευτική πομπή … Dictionary of Greek