- ἀπό-πνευσις
ἀπό-πνευσις, ἡ. das Aushauchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πνευσις, ἡ. das Aushauchen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… … Dictionary of Greek