ἀπό-πτωσις

ἀπό-πτωσις

ἀπό-πτωσις, , das Abfallen, ἀνϑῶν Diosc. prooem. lib. 1; τῆς ἀρχῆς, das vom Throne Gestoßensein, Ath. XII, 530 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Ιστορικό (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1962 στο επιβλητικό κτίριο όπου λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του ’30 η Βουλή των Ελλήνων (Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, οδός Σταδίου), το οποίο αποπερατώθηκε το 1875 πάνω σε σχέδια του Γάλλου αρχιτέκτονα Bοulanger. Στη μόνιμη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …   Dictionary of Greek

  • ηπατόπτωση — η ιατρ. μετατόπιση τού ήπατος προς τα κάτω, η οποία προέρχεται από χαλάρωση τών συνδέσμων που τό συγκρατούν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatoptosis < hepato (πρβλ. ηπατο < ήπαρ, ατος) + ptosis (πρβλ. πτώσις)] …   Dictionary of Greek

  • μονόπτωτος — η, ο (Α μονόπτωτος, ον) γραμμ. αυτός που έχει μία μόνο πτώση νεοελλ. (για ρήματα) αυτός που συντάσσεται με μία μόνο πτώση, που δέχεται ένα μόνο αντικείμενο («το ρήμα τρώω είναι μονόπτωτο, ενώ το ρήμα λέω είναι δίπτωτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”