- ἀπό-πτωμα
ἀπό-πτωμα, τό, der Unfall, Pol. 11, 2, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πτωμα, τό, der Unfall, Pol. 11, 2, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτώμα — το, ατος 1. το νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου, αλλ. κουφάρι, ψοφίμι: Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση. 2. για ανθρώπους ζωντανούς, ο πολύ εξαντλημένος, ο κουρασμένος σωματικά ή ψυχικά: Είμαι πτώμα από την κούραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατέμνω — (Α ἀνατέμνω) κόβω, σχίζω ανθρώπινο σώμα νεοελλ. αποκόβω όργανα από πτώμα για να τα εξετάσω, εκτελώ ανατομικές εργασίες 2. εξετάζω σχολαστικά, αναλύω λεπτομερειακά αρχ. 1 κατακόπτω, ξεσχίζω 2. χαράζω, ανοίγω … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek
Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… … Dictionary of Greek
όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… … Dictionary of Greek
Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
Εκάβη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασίλισσα της Τροίας, δεύτερη σύζυγος του Πριάμου και κόρη του βασιλιά της Φρυγίας Δύμαντα. Μητέρα δεκαεννέα παιδιών, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται και ο ομηρικός ήρωας Έκτορας. Σύμφωνα με την παράδοση, αφού επέζησε από… … Dictionary of Greek