- ἀπό-πτυγμα
ἀπό-πτυγμα, τό, Faltenwurf, Inscr. Böckh Staatshaushalt II S. 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-πτυγμα, τό, Faltenwurf, Inscr. Böckh Staatshaushalt II S. 292.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek