- ὀπτανία
ὀπτανία, ἡ, = ὀπτάνιον, Matro bei Ath. IV, 134 f. – Nach Suid. auch = ἀπόβλεψις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτανία, ἡ, = ὀπτάνιον, Matro bei Ath. IV, 134 f. – Nach Suid. auch = ἀπόβλεψις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτανία — ὀπτανίᾱ , ὀπτανία fem nom/voc/acc dual ὀπτανίᾱ , ὀπτανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπτανία — ὀπτανία, ἡ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ἀπόβλεψις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί ὀπτασία] … Dictionary of Greek
ὀπτανιάων — ὀπτανιά̱ων , ὀπτανία fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)