ὀπταλέος

ὀπταλέος

ὀπταλέος, gebraten; κρέα, Od. 16, 50 Il. 4, 345; Ggstz ὠμός, Od. 12, 396; καὶ τὸ μὲν ὀπταλέον ἐστὶν αὐτοῦ, τὸ δὲ ἑφϑόν, Ath. IX, 380 c, vgl. Matro ib. IV, 135 e, wo sonst ὀπτανέος gelesen wurde. – Später auch = gebacken, πλίνϑος, Paul. Sil.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπταλέος — ὀπταλέος, α, ον (Α) οπτός, ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα αλέος (πρβλ. εφθ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀπταλέος — roasted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέα — ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc pl ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc/acc dual ὀπταλέᾱ , ὀπταλέος roasted fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέαις — ὀπταλέος roasted fem dat pl ὀπταλέᾱͅς , ὀπταλέος roasted fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέον — ὀπταλέος roasted masc acc sg ὀπταλέος roasted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέην — ὀπταλέος roasted fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέους — ὀπταλέος roasted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέων — ὀπταλέος roasted masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀπταλέῃσιν — ὀπταλέος roasted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”