- ὀπτανεῖον
ὀπτανεῖον, τό, = ὀπτάνιον; Plut. Crass. 8; Non posse 11; Luc. asin. 27; vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτανεῖον, τό, = ὀπτάνιον; Plut. Crass. 8; Non posse 11; Luc. asin. 27; vgl. E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπτανείον — ὀπτανεῑον, τὸ (Α) (δ. γρφ.) βλ. οπτάνιον … Dictionary of Greek
οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… … Dictionary of Greek