- ὀπτανεύς
ὀπτανεύς, ὁ, der Brater (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτανεύς, ὁ, der Brater (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπτανεύς — ὀπτανεύς, ὁ (Α) [οπτανός] άτομο που εργάζεται σε μαγειρείο, μάγειρας … Dictionary of Greek
οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… … Dictionary of Greek