μῶνος

μῶνος

μῶνος, dor. = μοῦνος, μόνος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μώνος — μῶνος, α, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. μόνος …   Dictionary of Greek

  • μῶνος — μόνος alone masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • λειμώνας — ο (AM λειμών, ῶνος) τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.) αρχ. 1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια 2. το γυναικείο αιδοίο 3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες τα άνθη 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • δρυμῶνος — δρῡμῶνος , δρυμών fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • men-4 —     men 4     English meaning: small, to diminish     Deutsche Übersetzung: “klein, verkleinern; vereinzelt”     Note: partly with u , u̯o , partly with k formant     Material: u , u̯o stem: Arm. manr, gen. manu ‘small, thin, fine”, manuk “kid,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”