μῶμος

μῶμος

μῶμος, , Tadel, Hohn, Spott; ἐϑέλοις δέ κε μῶμον ἀνάψαι, einen Schandfleck anheften, anhängen, Od. 2, 86; μείων ἕπεται μῶμος ἀνϑρώπων, Pind. P. 1, 82; μῶμος κρέμαται ἐκ φϑονεόντων, Ol. 6, 74; einzeln in späterer Prosa, wie Plut. reip. ger. praec. 27 sagt ἄχραντον ὑπὸ φϑόνου καὶ μώμου τιμήν. – Häufiger personificirt, der Gott des Tadels u. des Spottes, bei Hes. Th. 214 Sohn der Nacht; οὐδ' ἂν ὁ Μῶμος τό γε τοιοῦτον μέμψαιτο, Plat. Rep. VI, 487 a; Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μῶμος — blame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶμος — blame masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… …   Dictionary of Greek

  • Μῶμε — Μῶμος blame masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶμε — μῶμος blame masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῶμοι — Μῶμος blame masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶμοι — μῶμος blame masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μῶμον — Μῶμος blame masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μῶμον — μῶμος blame masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώμοις — Μῶμος blame masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μώμου — Μῶμος blame masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”