- μῶμαρ
μῶμαρ, τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῶμαρ, τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μώμαρ — μῶμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) μῶμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. τού μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ άλλη άποψη προήλθε με επίδραση τού μῦμαρ*] … Dictionary of Greek
αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… … Dictionary of Greek
μύμαρ — μῡμαρ, τὸ (Α) (αιολ. τ.) μῶμαρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῶμος] … Dictionary of Greek