- βῶμαξ
βῶμαξ, ακος, ἡ, dim. von βωμός, B. A. 85; vgl. Drac. p. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῶμαξ, ακος, ἡ, dim. von βωμός, B. A. 85; vgl. Drac. p. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῶμαξ — βώμαξ masc nom/voc sg βῶμαξ fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώμαξ — (I) βώμαξ, ο, η (Μ) ο βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ* (πρβλ. κόρδαξ «χορός», φλύαξ «αστείος» κ.λπ.]. (II) βῶμαξ, η (Α) μικρός βωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βωμός + (επίθημα) αξ*, (πρβλ. βώλαξ, σκύλαξ κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
βώμακες — βώμαξ masc nom/voc pl βῶμαξ fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
βωμάκευμα — βωμάκευμα, το (Μ) [βώμαξ] το βωμολόχευμα … Dictionary of Greek
βώλαξ — βώλαξ, ο (Α) ο βώλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) αξ* (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)] … Dictionary of Greek