- βῶν
βῶν, = βοῦν, s. unter βοῦς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῶν, = βοῦν, s. unter βοῦς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Βῶν — Βᾶς masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βῶν — βάζω speak fut part act masc voc sg βάζω speak fut part act neut nom/voc/acc sg βάζω speak fut part act masc nom sg (attic epic ionic) βοῦς bullock masc/fem acc sg (epic) βοῦς bullock masc/fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβῶν — ἀκριβάζω to be proud fut part act masc voc sg ἀκριβάζω to be proud fut part act neut nom/voc/acc sg ἀκριβάζω to be proud fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀκρῑβῶν , ἀκριβής exact masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀκρῑβῶν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριβῶν — διακριβόω portray exactly pres part act masc voc sg (doric aeolic) διακριβόω portray exactly pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) διακριβόω portray exactly pres part act masc nom sg διακριβόω portray exactly pres inf act (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξακριβῶν — ἐξακριβάζω know accurately fut part act masc voc sg ἐξακριβάζω know accurately fut part act neut nom/voc/acc sg ἐξακριβάζω know accurately fut part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐξακριβόω make exact pres part act masc voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
gʷou- — gʷou English meaning: cattle Deutsche Übersetzung: “Rind” Grammatical information: m. f. nom. sg. gʷōus , gen. gʷous (and gʷou̯ os?), acc. gʷōm, loc. gʷou̯ i Material: O.Ind. gáuḥ m. f. “rother, cattle” (= Av. güuš ds.), gen … Proto-Indo-European etymological dictionary
Закон Станга — На этой странице есть текст, написанный письмом … Википедия
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek
είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… … Dictionary of Greek
διαθλίβων — διαθλί̱βων , διά θλίβω squeeze pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρίβων — διατρί̱βων , διατρίβω rub hard pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)