νώι — νῶϊ (Α) (αντων.) (επικ. ονομ. και αιτ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νώ] … Dictionary of Greek
νῶι — νῶϊ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc/acc dual (epic ionic) νῷ , νάω flow pres opt act 3rd sg νῷ , νόος mind masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῷ — νῶϊ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc/acc dual (epic ionic) νάω flow pres opt act 3rd sg νόος mind masc dat sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νω — νώ (Α) (αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. τής επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ… … Dictionary of Greek
ξεινήιον — ξεινήιον, τὸ (Α) (ιων. και επικ. τ.) 1. δώρο που έδινε εκείνος που φιλοξενούσε στον φιλοξενούμενο του όταν έφευγε προς ανάμνηση τής φιλοξενίας («Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήιον εἶναι», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. τὰ ξεινήια δώρα που αντάλλασσαν οι… … Dictionary of Greek
ne-3, nō-, Plur. nē̆ s-, nŏs- — ne 3, nō , Plur. nē̆ s , nŏs English meaning: we Deutsche Übersetzung: “wir” Note: (originally out of Nominativs; nom. see under *u̯e) Material: 1. O.Ind. Du. acc. dat. gen. nüu, gthAv. gen. nü, O.C.S. nü, Gk. νώ, Hom. νῶι … Proto-Indo-European etymological dictionary