- νῶτον
νῶτον, τό, s. νῶτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νῶτον, τό, s. νῶτος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νῶτον — back masc acc sg νῶτον back neut nom/voc/acc sg νῶτος back masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶτα — νῶτον back neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ … Dictionary of Greek
плеще — ПЛЕЩ|Е (60), А с. 1.Плечо: въздъхни помысливъ ‹о› ѹбогыхъ. како клѧчѧть надъ малъмь огньцьмь съкърчившесѧ… рѹцѣ же тъкмо съгрѣвающе: плешти же и вьсе тѣло морозъмь измьрзъше. Изб 1076, 42 об.; то же ЗЦ XIV/XV, 74б; растѧженъ же бывъ [св. Вата]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶθ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶτ' — νῶτα , νῶτον back neut nom/voc/acc pl νῶτε , νῶτον back masc voc sg νῶτε , νῶτος back masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτοιο — νώ̱τοιο , νῶτον back masc gen sg (epic) νώ̱τοιο , νῶτον back neut gen sg (epic) νῶτος back masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτου — νώ̱του , νῶτον back masc gen sg νώ̱του , νῶτον back neut gen sg νῶτος back masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτωι — νώ̱τῳ , νῶτον back masc dat sg νώ̱τῳ , νῶτον back neut dat sg νώτῳ , νῶτος back masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)