νῶτος

νῶτος

νῶτος, , u. νῶτον, τό, 19 der Rücken, sowohl von Menschen als von Thieren; Hom; Hes.; oft im sing. masc., im plur. νῶτα, der auch von einzelnen Thieren, also für den sing. gesetzt wird, δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός, Il. 2, 308; 8, 94; Od. 14, 437, νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρε, mit dem Rückenstücke des Schweines; ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ, vom Adler, Pind. P. 1, 9; πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας, 4, 183, öfter; οὐράνιόν τε πόλον νώτοις ὑποστενάζει, Aesch. Prom. 428; ἀμφὶ νῶτα καὶ τροχῶν βάσεις ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί, Soph. El. 708; ὦ πολλὰ δὴ καὶ χειρὶ καὶ νώτοισι μοχϑήσας ἐγώ, Tr. 1036; ἀμφὶ νῶτα, im Rücken, Ant. 124; oft bei Eur. u. in Prosa; Attisch herrscht auch im sing. das neutr. vor, die Unterscheidung einiger alter Grammatiker aber, daß ὁ νῶτος der Rücken der Thiere. τὸ νῶτον der Menschen sei, findet sich nicht bestätigt, vgl. Piers. zu Moeris p. 435 u. Lob. zu Phryn. 290; τὰ νῶτα δεῖξαι, den Rücken zeigen, fliehen, ἐντρέπειν τὰ νῶτα, Her. 7, 211; νῶτον ἐπιστρέψας, 7, 141; κατὰ νώτου, im Rücken, von hinten, 1, 10. 75; ἐπιγινόμενοι αὐτοῖς κατὰ νώτου, Thuc. 3, 108; Folgende, wie Pol. 1, 28, gu. öfter; κατὰ νώτου ἐπιφαίνεσϑαι τοῖς πολεμίοις, 31, 26, 10; νῶτον καὶ πλεύρας κύκλῳ ἔχον, Plat. Conv. 189 e, öfter; vom Pferde sagt Xen. Hipp. 3, 3 πῶς ἐπὶ τὸν νῶτον δέχεται τὸν ἀναβάτην. – 2) übertr. jede breite Fläche, bes. der rücken, die Fläche des Meeres, εὐρέα νῶτα ϑαλάσσης, Hom. oft u. Hes.; σχίζε νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων, 4, 26; νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων, O. 7, 57; πόντου νῶτα, Eur. I. T. 1445; ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός, Hel. 128; τὰ ἕσπερα νῶτα, El. 731; Ar αἰϑέρος ἀστεροειδέα νῶτα, Th. 1067, aus Eur.; so Plat. ἔστησαν ἐπὶ τῷ τοῦ οὐρανοῦ νώτῳ, auf dem Himmel, der gekrümmten Oberfläche des Himmels, Phaedr. 247 c, vgl. Rep. X, 616 e; so noch bei sp. D., Anth.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νώτος — νῶτος, ὁ (Α) βλ. νώτο …   Dictionary of Greek

  • νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νῶτοι — νῶτος back masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώτους — νῶτος back masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύνωτος — εὐρύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ νωτος, υψηλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • κακόνωτος — κακόνωτος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει ακάθαρτα νώτα, ρυπαρή ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νωτος (< νώτον), πρβλ. ευρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • κυφόνωτος — κυφόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει κυρτά νώτα, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. σιδηρό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”