- βῶξ
βῶξ, zszg. = βόαξ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βῶξ, zszg. = βόαξ, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βωξ — ο (AM βῶξ) (συνηρ. τ. του βόαξ) νεοελλ. ονομασία ψαριών του γένους Box ή Boops, γόπα ή σάλπα αρχ. είδος ψαριού που κάνει βοή και που θεωρείται ως ιερό του Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βωξ < βόαξ, με συναίρεση. Κατά τους αρχαίους το είδος αυτό του… … Dictionary of Greek
boga — I (Del lat. boca < gr. box.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Pez comestible de cuerpo alargado y ojos grandes. (Boops boops.) II (Derivado de bogar.) ► sustantivo femenino NÁUTICA Acción de bogar, remadura. III (Del fr. vogue, moda.) ► sus … Enciclopedia Universal
-ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… … Dictionary of Greek
βώτσος — ο [βωξ] ονομασία του ψαριού γωβιός, κωθιός … Dictionary of Greek
γόπα — Ψάρι τελεόστεο της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σπαριδών. Το μήκος του φτάνει έως 30 εκ. είναι σχεδόν ατρακτοειδές και ελαφρά πεπιεσμένο στα πλευρά. Έχει δύο μεγάλα μάτια με διάμετρο περίπου ίση με το ένα τρίτο του μήκους της… … Dictionary of Greek
νωτόγραπτος — νωτόγραπτος, ον (ΑΜ) (για ψάρι) αυτός που φέρει γραμμές στη ράχη του («νωτόγραπτα λέγεται βῶξ, σκολιόγραπτα δὲ κολίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek
σάλπες — Χορδωτά του υπότυπου των χιτωνόζωων, της οικογένειας των Σαλπιδών. Τα θαλάσσια αυτά ζώα, που είναι διαδομένα προπάντων στις θερμές θάλασσες, αλλά απαντιούνται με διάφορα είδη και στη Μεσόγειο, έχουν διαφανές σώμα με σχήμα περίπου κυλινδρικό, το… … Dictionary of Greek
σάλπη — Πεδινός οικισμός (670 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 815 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Γλυκονέρι (145 κάτ., υψόμ. 30). * * * η, ΝΑ,… … Dictionary of Greek
boga — boga1 (Del lat. bōca, y este del gr. βῶκα, acus. de βῶξ, der. de βοῦς, buey, y ὤψ, vista, ojo). 1. f. Pez teleósteo, fisóstomo, que puede alcanzar 40 cm de largo, aunque comúnmente es menor, de color plateado y con aletas casi blancas. Abunda en… … Diccionario de la lengua española