μῑμήτωρ, ορος, ὁ, poet. = μιμητής, Man. 4, 75.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιμήτωρ — μιμήτωρ, ορος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) μιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιμοῦμαι + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek
μιμήτορας — μιμήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)