μῑμῳδός

μῑμῳδός

μῑμῳδός, Mimen singend, vortragend, Plut. Sull. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιμωδός — μιμῳδός, ὁ (Α) αυτός που τραγουδούσε σε μίμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μιμῳδοῖς — μιμῳδός singer of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιμῳδούς — μιμῳδός singer of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”