μῑμώ

μῑμώ

μῑμώ, οῦς, ἡ, der Nachahmende, der Affe, Tzetz., vgl. Suid. v. πίϑηξ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιμώ — η (ΑΜ μιμώ, όος και οῡς) ο πίθηκος νεοελλ. η ηχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + κατάλ. ώ (πρβλ. ηχ ώ)] …   Dictionary of Greek

  • μίμω — μί̱μω , μῖμος imitator masc nom/voc/acc dual μί̱μω , μῖμος imitator masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίμῳ — μί̱μῳ , μῖμος imitator masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мимика — искусство выражать мысли не словами, а движениями лица и тела вообще Мимик владеющий мимикой Ср. Не довольствуясь своим ораторским даром и прыткостью речи, которая неслась как из лопнувшего насоса, он находил еще нужным дополнять ее выразительною …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Мимика — искусство выражать мысли не словами, а движеніями лица и тѣла вообще. Мимикъ владѣющій мимикой. Ср. Не довольствуясь своимъ ораторскимъ даромъ и прыткостью рѣчи, которая неслась какъ изъ лопнувшаго насоса, онъ находилъ еще нужнымъ дополнять ее… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • SIMIA — Aegypriis olim pro Numine, a quibus ad Pithecusios earum cultus pervenit, teste Diodorô Siculô l. 20. ubi Simias apud illos easdem cum hominibus domos frequentare, paratos in cellis penariis cibos sumere nominaque ut plurimum ab illis Parentes… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

  • μαϊμού — η (Μ μαϊμού) κοινή ονομασία διαφόρων ειδών πιθήκων νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός πονηρού ή άσχημου ανθρώπου 2. επιτήδεια παραλλαγμένο, μη γνήσιο βιομηχανικό προϊόν («το αυτοκίνητο αυτό είναι μαϊμού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μιμῶ. Κατ άλλους, < τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”