- αἰνικτὴρ
αἰνικτὴρ ϑεσφάτων, der dunkle Orakel giebt, Soph. frg. 707.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνικτὴρ ϑεσφάτων, der dunkle Orakel giebt, Soph. frg. 707.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινικτήρ — αἰνικτὴρ ( ῆρος), ο (Α) [αἰνίσσομαι] αυτός που μιλά σκοτεινά, αινιγματικά … Dictionary of Greek
αἰνικτῆρα — αἰνικτήρ one who speaks darkly masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek