- αἰνικτής
αἰνικτής, ὁ, der in Räthseln, dunkel spricht, Heraklit, Tim. bei Diog. L. 9. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνικτής, ὁ, der in Räthseln, dunkel spricht, Heraklit, Tim. bei Diog. L. 9. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινικτής — αἰνικτής, ο (Α) [αἰνίσσομαι] αυτός που μιλάει με αινίγματα, σκοτεινός (χαρακτηρισμός τού Ηρακλείτου) … Dictionary of Greek
αἰνικτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνικτά — αἰνικτά̱ , αἰνικτής masc nom/voc/acc dual αἰνικτής masc voc sg αἰνικτής masc nom sg (epic) αἰνικτός expressed in riddles neut nom/voc/acc pl αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles fem nom/voc/acc dual αἰνικτά̱ , αἰνικτός expressed in riddles… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek