- αἰνιγμός
αἰνιγμός, ὁ, Räthsel, δι' αἰνιγμῶν ἐρῶ Ar. Ran. 61; Plat. Ep. II, 312 d; ἐν αἰνιγμοῖς φαίνειν Eur. Rhes. 754. Sing. selten, z. B. Ath. X, 452 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνιγμός, ὁ, Räthsel, δι' αἰνιγμῶν ἐρῶ Ar. Ran. 61; Plat. Ep. II, 312 d; ἐν αἰνιγμοῖς φαίνειν Eur. Rhes. 754. Sing. selten, z. B. Ath. X, 452 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινιγμός — αἰνιγμός, ο (Α) [αἰνίσσομαι] το αίνιγμα* … Dictionary of Greek
αἰνιγμοῖς — αἰνιγμός riddle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμοῖσι — αἰνιγμός riddle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμοῦ — αἰνιγμός riddle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμούς — αἰνιγμός riddle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμῶν — αἰνιγμός riddle masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνιγμῷ — αἰνιγμός riddle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινίσσομαι — αἰνίσσομαι και αττ. αἰνίττομαι (Α) 1. μιλώ με γρίφους, αινιγματικά 2. υπαινίσσομαι, υπονοώ, υποδηλώνω 3. εικάζω, υποθέτω, σχηματίζω στον νου μου την εικόνα ενός πράγματος 4. (με παθ. σημ.) δηλώνομαι με ασάφεια, σκοτεινά 5. φρ. «αἰνίσσομαι εἴς… … Dictionary of Greek
αἰνιγμῶι — αἰνιγμῷ , αἰνιγμός riddle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)