- μᾱνότης
μᾱνότης, ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Ggstz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μᾱνότης, ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Ggstz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μανότης — μανότης, ητος, ἡ (Α) [μανός] 1. η χαλαρότητα, το πορώδες τής σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.) 2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.) … Dictionary of Greek
μανότης — looseness of texture fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότησι — μανότης looseness of texture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότησιν — μανότης looseness of texture fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότητα — μανότης looseness of texture fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότητας — μανότης looseness of texture fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότητες — μανότης looseness of texture fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότητι — μανότης looseness of texture fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανότητος — μανότης looseness of texture fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάνωσις — μάνωσις, ἡ (Α) [μανώ] μανότης,* αραίωση, αραιότητα … Dictionary of Greek
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek