- αἰνότης
αἰνότης, ητος, ἡ, ion. = δεινότης, Hdn. π. μ. λ. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἰνότης, ητος, ἡ, ion. = δεινότης, Hdn. π. μ. λ. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αινότης — αἰνότης ( ητος), η (Α) [αἰνός] η δεινότης* … Dictionary of Greek
αινός — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek