αἱμό-φυρτος

αἱμό-φυρτος

αἱμό-φυρτος, dasselbe, Pol. 15, 14, 2, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυρτός — ή, όν, Α συμπεφυρμένος, ανακατεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύρω + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. Ο τ. απαντά μόνο ως β συνθετικό λ. (πρβλ. αἱμό φυρτος, μελί φυρτος), καθώς και στον τ. τού Ησύχ. φυρτοῖσιν·...συμπεφυρμένοις] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κοπροπηλόφυρτος — κοπροπηλόφυρτος, ον (Μ) γεμάτος κοπρώδη πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + πηλός + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, μελί φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • κοπρόφυρτος — κοπρόφυρτος, ον (Μ) λερωμένος με κόπρο, σκατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, παντό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφυρτος — ον, Α πολύ αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, πάμ φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόφυρτος — ον, Μ αναμεμιγμένος με υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος, παντό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • λυθρόφυρτος — λυθρόφυρτος, ον (Μ) γεμάτος αίματα, ανάμικτος με λύθρο («δόρατα λυθρόφυρτα», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος «ακάθαρτο αίμα» + φυρτος (< φύρω «βρέχω, μιαίνω»), πρβλ. αιμό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • μελίφυρτος — μελίφυρτος, ον (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι, γλυκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φυρτός (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • παντόφυρτος — ον, Α ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • πηλόφυρτος — ον, Μ ο πηλοφύρατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»), πρβλ. αιμό φυρτος] …   Dictionary of Greek

  • φονόφυρτος — ον, Μ μολυσμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + φυρτος (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αἱμό φυρτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”