αὐτό-πτερος

αὐτό-πτερος

αὐτό-πτερος, von Natur beflügelt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

  • θυσανόπτερα — (thysanopterα). Έντομα με μέγεθος που δεν ξεπερνά το 1 χιλιοστό. Τα έντομα αυτά έχουν μυζητικό στόμα, πολύ στενά φτερά και ατελείς μεταμορφώσεις. Ζουν στα φύλλα των φυτών τα οποία απομυζούν. Πολλά από αυτά είναι παράσιτα φυτών, και γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”