- αὐτό-πρεμνος
αὐτό-πρεμνος (πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710. – Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτό-πρεμνος (πρέμνον), sammt der Wurzel, ganz, γῆ Aesch. Eum. 379; Soph. Ant. 710. – Adv., Lycophr. 516. Mit Anspielung auf die Stelle des Aeschylus, λόγοι Ar. Ran. 900, gewaltige Worte.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάπρεμνος — κατάπρεμνος, ον (Α) γεμάτος κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πρεμνος (< πρέμνος «κλαδί»), πρβλ. αυτό πρεμνος, υπό πρεμνος] … Dictionary of Greek
τανύπρεμνος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει ψηλό κορμό 2. (για τόπο) αυτός που έχει ψηλά δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τάνυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πρεμνος (< πρέμνον «κούτσουρο»), πρβλ. αὐτό πρεμνος] … Dictionary of Greek
αυτόπρεμνος — αὐτόπρεμνος, ον (Α) 1. (για δέντρα) μαζί με τη ρίζα, από τη ρίζα 2. αυτός που βρίσκεται στην απόλυτη κατοχή μου, ολοκληρωτικά δικός μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πρεμνος < πρέμνον «το κάτω μέρος του κορμού του δέντρου, το κούτσουρο, η ρίζα»] … Dictionary of Greek