- αὐτ-όπτης
αὐτ-όπτης, ὁ, selbstsehend, Augenzeuge, Her. 4, 16 u. öfter; Din. 3, 15;. Dem. 22, 22 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αὐτ-όπτης, ὁ, selbstsehend, Augenzeuge, Her. 4, 16 u. öfter; Din. 3, 15;. Dem. 22, 22 u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερόπτης — ἱερόπτης, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί τη θυσία, που προφητεύει από τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + όπτης < θ. οπ (πρβλ. όπωπα), πρβλ. αυτ όπτης, υπερ όπτης] … Dictionary of Greek
οινόπτης — οἰνόπτης, ὁ (ΑΜ) μσν. δοκιμαστής οίνων αρχ. 1. κατώτερο αξίωμα στην αρχαία Αθήνα που είχαν επιστάτες οι οποίοι επόπτευαν στα συμπόσια για να γίνεται ίση ανάμιξη νερού και κρασιού και για να πίνουν εξίσου όλοι οι συμπότες 2. στον πληθ. οἱ οἰνόπται … Dictionary of Greek
ουρανόπτης — οὐρανόπτης, ὁ (Α) αυτός που βλέπει τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. αυτ όπτης] … Dictionary of Greek
αυτόπτης — ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η) αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ (ο) + οπτης < οπ , όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)] … Dictionary of Greek